- κοιτάζω
- κοίταξα, κοιτάχτηκα, κοιταγμένος1. στρέφω το βλέμμα σε κάτι ή κάποιον, βλέπω, τηρώ: Κοιτάζω την όμορφη γυναίκα.2. προσέχω, φροντίζω: Κοιτάζει τους γονείς του.3. εξετάζω άρρωστο: Ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο, αλλά δεν του βρήκε τίποτα.4. το μέσ. και παθητικό, κοιτάζομαι περιεργάζομαι τον εαυτό μου στον καθρέφτη ή υποβάλλομαι σε ιατρικές εξετάσεις: Πρέπει να κοιταχτώ, γιατί δεν αισθάνομαι καλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.